γνωμοδοτικός

γνωμοδοτικός
η , ό[ν] консультационный;

γνωμοδοτική επιτροπή — консультация (учреждение)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γνωμοδοτικός" в других словарях:

  • γνωμοδοτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη γνωμοδότηση 2. αρμόδιος μόνο για γνωμοδότηση και όχι για λήψη αποφάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνωμοδότης Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σπυρ. Αντωνιάδη] …   Dictionary of Greek

  • γνωμοδοτικός — ή, ό αυτός που είναι αρμόδιος να γνωμοδοτεί: Έχει γνωμοδοτικές αρμοδιότητες στην εταιρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»